ιβύ — ἰβύ (Α) επίρρ. μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ονοματοποιία και κατά τον Ησύχ. λυδικής ή ιωνικής προελεύσεως. Ο τ. ιβύ και όσοι συνδέονται με αυτόν (πρβλ. ιβύω, ίβυς) μαρτυρούνται σε γλώσσες τού Ησυχίου και τού Φωτίου, με τρόπο όμως όχι απολύτως … Dictionary of Greek
ίβυξ — ἴβυξ, υκος, ὁ (Α) η ίβις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] … Dictionary of Greek
ιβυκάνη — ἰβυκάνη, ἡ (Α) η βυκάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκάνη*] … Dictionary of Greek
ιβυκανητής — ἰβυκανητής, ὁ (Α) ο βυκανητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκανητής*] … Dictionary of Greek
ιβυκινίζω — ἰβυκινίζω και ἰβυκινῶ, έω (Α) επευφημώ, βοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ, πιθ. με επίδραση τού βυκινίζω] … Dictionary of Greek
ιβυκτήρ — ἰβυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (στην Κρήτη) αυτός που κάνει την έναρξη πολεμικού άσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ* + κτηρ (πρβλ. ζευ κτήρ, θελ κτήρ)] … Dictionary of Greek
ιβύκη — ἰβύκη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] … Dictionary of Greek
ιβύω — ἰβύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] … Dictionary of Greek