ἰβύ

ἰβύ
ἰβύ,
A loudly, Phot.: hence [tense] aor. 1 inf. [full] ἰβυκινῆσαι, shout, TeleclId.58 ([full] ἰβυκηνίσαι EM464.44): but Subst. [full] ἰβυκανητής, οῦ, ,= βυκανητής, trumpeter, read by Suid. in Plb.2.29.6 (βυκανητῶν, βυκανιτῶν codd.). [dialect] Ion. words, acc. to Hsch.: derived from the poet Ibycus, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιβύ — ἰβύ (Α) επίρρ. μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ονοματοποιία και κατά τον Ησύχ. λυδικής ή ιωνικής προελεύσεως. Ο τ. ιβύ και όσοι συνδέονται με αυτόν (πρβλ. ιβύω, ίβυς) μαρτυρούνται σε γλώσσες τού Ησυχίου και τού Φωτίου, με τρόπο όμως όχι απολύτως …   Dictionary of Greek

  • ίβυξ — ἴβυξ, υκος, ὁ (Α) η ίβις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] …   Dictionary of Greek

  • ιβυκάνη — ἰβυκάνη, ἡ (Α) η βυκάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκάνη*] …   Dictionary of Greek

  • ιβυκανητής — ἰβυκανητής, ὁ (Α) ο βυκανητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκανητής*] …   Dictionary of Greek

  • ιβυκινίζω — ἰβυκινίζω και ἰβυκινῶ, έω (Α) επευφημώ, βοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ, πιθ. με επίδραση τού βυκινίζω] …   Dictionary of Greek

  • ιβυκτήρ — ἰβυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (στην Κρήτη) αυτός που κάνει την έναρξη πολεμικού άσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ* + κτηρ (πρβλ. ζευ κτήρ, θελ κτήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ιβύκη — ἰβύκη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] …   Dictionary of Greek

  • ιβύω — ἰβύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”